ἡβητήριον
English (LSJ)
τό, a place where young people meet, for exercise and amusement, Plu.Pomp.40,53, Ath.10.425e, D.C.61.17, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1149] τό, Versammlungsort junger Leute, gew. der Vergnügungsort, Lustort, Plut. Pomp. 40. 53; Ath. X, 438 b (Her. hat dafür ἐνηβητήριον), der auch ibd. 425 e bemerkt, daß die συμπόσια so genannt werden; aber auch zu wissenschaftlichen Übungen, παιδευτήριον, Suid.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de réunion et de divertissement pour la jeunesse.
Étymologie: ἡβάω.
Russian (Dvoretsky)
ἡβητήριον: τό гебетерий, место для собраний и увеселений молодежи Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβητήριον: τό, τόπος ἔνθα νέοι συνερχόμενοι ἤσθιον, ἔπινον, ἠσκοῦντο καὶ διεσκέδαζον, Πλούτ. Πομπ. 40. 53, πρβλ. Ἀθήν. 425E, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡβητήριον, τὸ (Α) ηβητήρ
1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι έφηβοι για γυμναστική ή διασκέδαση, παιχνίδι
2. συμπόσιο.
Greek Monotonic
ἡβητήριον: τό, μέρος στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἡβητήριον, ου, τό,
a place where young people meet, to eat and drink, exercise and amuse themselves, Plut. [from ἡβητής