Ἰξίων
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
[ῑ], ονος, ὁ, Ixion, Pi.P.2.32, etc.: perh. connected with ἱκέτης, cf. A.Eu.441: pl., Ἰξίονες
A tragedies on the subject of I., Arist. Po.1456a1.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰξίων: ῑ, ονος, ὁ, μυθώδης τις βασιλεὺς τῆς Θεσσαλίας: τὸ ὄνομα αὐτοῦ πιθανῶς ἦτο = ἱκέτης, διότι οὗτος ἦτο ὁ πρῶτος ἀνθρωποκτόνος, καὶ ἑπομένως ὁ πρῶτος ἱκέτης, πρβλ. Πινδ. Π. 2. 59 πρὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 441, 718, Διόδ. 4. 69, καὶ ἴδε Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 547, Müller εἰς Εὐμ. § 53· πληθ., οἱ Ἰξίονες Ἀριστ. Ποιητ. 18. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 207.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
Ixion, héros thessalien.
Étymologie:.
English (Slater)
Ἰξῑων punished by Zeus for molesting Hera.
1 Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον (P. 2.21)
Greek Monotonic
Ἰξίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ο Ιξίονας, μυθικός βασιλιάς της Θεσσαλίας· το όνομά του πιθ. συγγενές προς το ἱκέτης, επειδή ήταν ο πρώτος ανθρωποκτόνος και, ως εκ τούτου, ο πρώτος ικέτης, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰξίων: ονος (ῑ) ὁ Иксион (царь Фессалии, муж Дии; воспылав любовью к Гере, он был за это прикован в подземном царстве к вечно вращающемуся огненному колесу, отец Кентавров от Нефелы) Pind., Aesch. etc.