θυρσοχαρής

From LSJ
Revision as of 22:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοχᾰρής Medium diacritics: θυρσοχαρής Low diacritics: θυρσοχαρής Capitals: ΘΥΡΣΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: thyrsocharḗs Transliteration B: thyrsocharēs Transliteration C: thyrsocharis Beta Code: qursoxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A delighting in the thyrsus, Inscr.Magn.215a.23, AP3.1 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1228] ές, sich des Thyrsus freuend, Epigr. Cyzic. 1 (III, 1).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοχᾰρής: -ές, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θύρσῳ, Ἀνθ. Π. 3. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se plaît à porter un thyrse.
Étymologie: θύρσος, χαίρω.

Greek Monolingual

θυρσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. αιμο-χαρής, περιχαρής.

Greek Monotonic

θυρσοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση, απόλαυση με το θυρσό, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοχᾰρής: с ликованием несущий тирс(ы) (γόνος, sc. Σεμέλης Anth.).