τετράρρυμος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ον,
A with four poles, i.e. eight-horsed, ἅρμα X.Cyr.6.1.51, 6.4.2, Philostr.V A2.42. II τετράρυμον ἄμφοδον = complitus (sic), Gloss. (from ῥύμη street).
Greek (Liddell-Scott)
τετράρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ ὡσαύτως τετράρῡμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre timons ; à huit chevaux.
Étymologie: τέσσαρες, ῥυμός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύ-ρρυμος)].
Greek Monotonic
τετράρρῡμος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις πώλους, δηλ. οκτώ άλογα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τετράρρῡμος: с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей (ἅρμα Xen.).