κεραυνομάχης

From LSJ
Revision as of 07:26, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνομάχης Medium diacritics: κεραυνομάχης Low diacritics: κεραυνομάχης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΜΑΧΗΣ
Transliteration A: keraunomáchēs Transliteration B: keraunomachēs Transliteration C: keravnomachis Beta Code: keraunoma/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -χᾱς, ὁ,

   A fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.

Greek Monolingual

κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο-μάχης, οπλο-μάχης].

Greek Monotonic

κεραυνομάχης: ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνομάχης: дор. κεραυνομάχας adj. сражающийся громами (Ἔρως Anth.).