Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολοκύνθη

From LSJ
Revision as of 02:13, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοκύνθη Medium diacritics: κολοκύνθη Low diacritics: κολοκύνθη Capitals: ΚΟΛΟΚΥΝΘΗ
Transliteration A: kolokýnthē Transliteration B: kolokynthē Transliteration C: kolokynthi Beta Code: koloku/nqh

English (LSJ)

Arist.HA591a16, al. (v.l. -τη), Sor.1.124, etc.; Att. κολοκύντη, ἡ (cf. Phryn.401), Thphr.1.13.3, 7.1.2, al., Mnesim.4.30 (v.l. -τα, -θα), also Hp.Vict.2.54; acc. -την Epicr.11.16, PMag.Leid.V. 12.25, etc.:—later κολόκυντᾰ (acc. -ᾰν) PCair.Zen.300.3 (iii B.C.), LXX Jn.4.7 cod.A, Gp.12.19.7, Artem.1.67 (v.l.), Luc.VH2.37 (v.l.), Hsch.s.v.κυκύϊζα; gen. -της PCair.Zen.292.132, 319 (iii B.C.); acc. pl. -τας PSI6.553.14 (iii B.C.), BGU1120.13 (i B.C.); κολόκυνθᾰ PSakk. in Rev.Egypt.3.123 (iii B.C., also -τα ib.120, 122), LXX l.c., Arist.Pr.923a14 codd., Dsc.2.134, 4.176, Luc.l.c., Hdn.Gr.1.253, v.l. for -θη (nom. sg.) in Gal.6.794, but nom. -θη, acc. -θην ib.561, al. codd.; nom. pl. -θαι Edict.Diocl.6.26, 27:—

   A round gourd, Cucurbita maxima, Alc.Oxy.1788 Fr.4.6 (Aeol. acc. pl. -ταις), Hp.Morb.2.67, 69 (in acc. -θην, v.l. -την), Hermipp.79, Ar.Fr.569.6, Metag.16 (-θης codd.), Diocl.Frr.125, 141, Diph.Siph. et Mnesith. ap. Ath.2.59b; κ. Ἰνδική Menodorus ib.59a, Ph.Bel.89.43; κ. ἀγρία colocynth, Citrullus Colocynthis, Dsc.l.c.: symbolic of health, from its juicy nature, ὑγιώτερον κολοκύντας Epich.154, Sophr.34; as a lily was of death, ἢ κολοκύντην ἢ κρίνον living or dead, Diph.98, cf. Men.934:—for λημᾶν κολοκύνταις, v.λημάω.

German (Pape)

[Seite 1474] att. κολοκύντη, Sp. κολόκυνθα, Luc. v. h. 2, 37, auch κολόκυντα, Artemid. 1, 67, vgl. Luc. iud. voc. 10; – der runde Kürbiß, cucurbita; Ar. Nubb. 326; Ath. II c. 53 p. 58 ff., wo auch das Sprichwort κολοκύντης ὑγιέστερος, aus Epicharm.; Zenob. 4, 18 ἢ κρίνον ἢ κολοκύντην, mit einem Citat aus Diphil.; κρίνον soll die Blüthe des Kürbiß sein, und es wird bemerkt ὅτι τὸ κρίνον οἱ ἀρχαῖοι ἐπὶ τοῦ τεθνηκότος, τὴν δὲ κολ. ἐπὶ τοῦ ὑγιοῦς ἔταττον; Arist. H. A. 5, 17 u. öfter; Theophr.; vgl. Lob. Phryn. p. 437.

Greek (Liddell-Scott)

κολοκύνθη: ἢ -τη, ης, ἡ, ὧν ὁ δεύτερος τύπος καλεῖται ὁ Ἀττικός, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 437· παρὰ μεταγεν. καὶ κολόκυνθα Διοσκ. 2. 162· ― «κολοκύθα» ἢ «κολοκύθι», Λατ. cucurbita, ἡ μακρὰ κολοκύνθη ἐκαλεῖτο σικύα, Ἱππ. 485. 5 καὶ 45., 487. 30, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 6, κτλ.· ― ἐθεωρεῖτο σύμβολον τῆς ὑγιείας ὡς ἐκ τῆς δροσερᾶς καὶ χυμώδους αὐτῆς φύσεως, κολοκύντης ὑγιέστερον Ἐπίχαρμ. 105 Ahr.· ὡς τὸ κρίνον ἐθεωρεῖτο σύμβολον τοῦ θανάτου, ἢ κρίνον ἢ κολ. Δίφιλ. ἐν Παροιμιογρ. σ. 309· ― περὶ τοῦ λημᾷν κολοκύνταις. ἴδε ἐν λέξ. λημάω.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
citrouille, plante.
Étymologie: DELG suff. non grec ; la citrouille serait originaire de l’Inde.

Greek Monolingual

η (AM κολοκύνθη, Α και κολόκυντα και κολόκυνθα και αττ. τ. κολοκύντη)
το φυτό κολοκυθιά
μσν.-αρχ.
ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανήκει στην κατηγορία τών ονομάτων φυτών που εμφανίζουν επίθημα -νθος, που ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. τέρμινθος, υάκινθος). Είναι πιθ. το φυτό αυτό να έχει εισαχθεί από την Ινδία, αλλά δεν υπάρχει ικανοποιητική αντιστοιχία με τις υπάρχουσες λέξεις, πρβλ. αρχ. ινδ. kālindam «καρπούζι»].

Greek Monotonic

κολοκύνθη: ή -τη, -ης, ἡ, κολοκύθα, Λατ. cucurbita.

Russian (Dvoretsky)

κολοκύνθη: и κολόκυνθα, Arph. κολοκύντη ἡ тыква Arst., Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (sic)
Meaning: round gourd, Lagenaria vulgaris (Hp., Com., Arist., pap.); κολοκυνθαρύταινα f. spoon from K. (pap.).
Other forms: Att. -τη, later -υνθα, -υντα (Solmsen Wortforsch. 263) f., late also -υνθος (-υντος, -ιντος)
Derivatives: Diminut. κολοκύντιον (Phryn. Com.), -υνθίς κολόκυνθα ἀγρία (Dsc., Gal.), -ύνθινος (-ύντινος, -ίνθινος) made with κ. (pap., Luc.), -υνθιάς f. id. (AP), -ών plantation of k. (pap.); ἀποκολοκύντωσις change in pumpkin (Seneca, D. C. 60, 35; parody after ἀποθέωσις, s. Stiebitz Μνῆμα f. Jos. Zubatý [Prag 1926] 391ff.). - Κολοκυνθώ f. PN; s. Schulze Kl. Schr. 309f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: For the ending cf. the (foreign) plant-name in -υνθος, -ινθος (Chantraine Formation 370). The middelsyllable reminds of Lat. cucumis cucumber, κύκυον τὸν σικυόν, κυκύϊζα γλυκεῖα κολόκυντα H.; loan from a common source, cf. W.-Hofmann s. cucumis, where he argues against connection with κυέω; s. also Kretschmer Glotta 15, 169 (against a most improbable hypothesis of Rozwadowski). An informant in Ath. 2, 58f says that it was intoduced from India; the comparison with Skt. kālindam n. water-melon and Kurd. kalak melon (Pott) is not very informative. - On the names of the gourd and cucumber in gen. s. Schrader-Nehring Reallex. 1, 652ff.