κωνωπεῖον
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
German (Pape)
[Seite 1546] τό, ein bes. in Aegypten gebräuchliches Bett mit seinen Vorhängen, um die Mücken abzuhalten, Mückennetz von seiner Gaze, LXX, vgl. conopeum der Lateiner.
Greek (Liddell-Scott)
κωνωπεῖον: τό, (κώνωψ) Αἰγυπτιακὴ κλίνη ἢ ἀνάκλιντρον μετὰ παραπετασμάτων διὰ τοὺς κώνωπας («κουνουπιέρα»), Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Κϳ, 21., ΙΓϳ, 9)· conopĭum ἐν Ὁρατ. Ἐπῳδ. 9. 16· ὡσαύτως κωνωπεών, ῶνος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 764, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ποιήματος, Παῦλ. Σιλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
moustiquaire.
Étymologie: κώνωψ.
Greek Monolingual
κωνωπεῑον, τὸ (Α) κώνωψ αραχνοειδές ύφασμα που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα πάνω από κρεβάτι, το οποίο περιβάλλει για προφύλαξη από τα κουνούπια, κουνουπιέρα.
Greek Monotonic
κωνωπεῖον: τό (κώνωψ), αιγυπτιακό ανάκλιντρο με κουνουπιέρες· conopium, στον Οράτ.