λεηλασία

From LSJ
Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεηλᾰσία Medium diacritics: λεηλασία Low diacritics: λεηλασία Capitals: ΛΕΗΛΑΣΙΑ
Transliteration A: leēlasía Transliteration B: leēlasia Transliteration C: leilasia Beta Code: lehlasi/a

English (LSJ)

Ep. λεηλασίη, ἡ,

   A plundering, robbery, X.Hier.1.36, Ps.-Phoc. 46 (pl.), A.R.2.303, Plu.Eum.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 23] ἡ, das Beutewegtreiben, Beutemachen; Xen. Hier. 1, 36; Ap. Rh. 2, 302. Von

Greek (Liddell-Scott)

λεηλᾰσία: ἡ, τὸ λεηλατεῖν, Ξεν. Ἱέρ. 1, 36, Ψευδο-Φωκυλ. 41, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 303, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enlèvement de butin, pillage.
Étymologie: cf. λεηλατέω.

Greek Monolingual

η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) λεηλατώ
αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λεηλᾰσία: ἡ, συλλογή λαφύρων, αρπαγή, ληστεία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λεηλᾰσία: ἡ захват добычи, ограбление Xen., Plut.