λευκόχρους

From LSJ
Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source

German (Pape)

[Seite 35] οος, dasselbe, λευκόχροα κόμαν, weißes Haar, Eur. Phoen. 322.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur blanche.
Étymologie: λευκός, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ λευκόχρους, -ουν, Α και -οος, -οον)
αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους].