μηχανορράφος
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
[ρᾰ], ον,
A forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνορράφος: -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, δολοπλόκος, Σοφ. Ο. Τ. 387· μετὰ γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηχανορράφος· κατασκευαστής, ἐπινοητὴς κακῶν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trame des machinations.
Étymologie: μηχανή, ῥάπτω.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μηχανορράφος, -ον)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, νευρο-ρράφος].
Greek Monotonic
μηχᾰνορράφος: -ον (ῥάπτω), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., μηχανορράφος κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνορράφος: строящий козни, коварный (μάγος Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.