μηροτυπής

From LSJ
Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροτῠπής Medium diacritics: μηροτυπής Low diacritics: μηροτυπής Capitals: ΜΗΡΟΤΥΠΗΣ
Transliteration A: mērotypḗs Transliteration B: mērotypēs Transliteration C: mirotypis Beta Code: mhrotuph/s

English (LSJ)

ές,

   A striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).

Greek (Liddell-Scott)

μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.

Greek Monolingual

μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο-τυπής, χειρο-τυπής].

Greek Monotonic

μηροτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μηροτῠπής: колющий в бедро (κέντρον Anth.).