ὀψαρότης
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὀψέ, ἀρόω)
A one who ploughs late, Hes.Op.490.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, der spät Pflügende, Hes. O. 492.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψᾰρότης: -ου, ὁ, (ὀψὲ) ὁ ἀροτριῶν ὀψέ, ἀργά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 488.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui laboure tardivement.
Étymologie: ὀψέ, ἀρόω.
Greek Monolingual
ὀψαρότης, ὁ (Α)
αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀρῶ «οργώνω» + κατάλ. -ότης].
Greek Monotonic
ὀψᾰρότης: -ου, ὁ (ὀψέ), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀψᾰρότης: ου adj. m поздно пашущий Hes.