πολυμιγής

From LSJ
Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμῐγής Medium diacritics: πολυμιγής Low diacritics: πολυμιγής Capitals: ΠΟΛΥΜΙΓΗΣ
Transliteration A: polymigḗs Transliteration B: polymigēs Transliteration C: polymigis Beta Code: polumigh/s

English (LSJ)

metri gr. πουλυμ- Pl. (v. infr.), and πολυμμ- Maiist. (v. infr.), ές,

   A much-mixed, Philol.10, Herm. ap. Stob.1.49.3; ξεῐνοι Maiist.53; composed of many ingredients, γονή Arist.GA769a34, cf. Gal.14.284.    II confused, βληχὴ τοκάδων Pl.Epigr.24.

German (Pape)

[Seite 666] ές, vielfach od. aus vielerlei Theilen gemischt, Arist. gen. an. 4, 3; in poet. Form, πουλυμιγὴς βληχὴ τοκάδων, Plat. ep. 14 (IX, 823).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμῐγής: Ἐπικ. πουλ-, ές, ὁ πολὺ μεμιγμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 29, Ἀνθ. Π. 9. 823· ― πολῠμῐγία, ἡ μῖξις πολλῶν πραγμάτων, μῖγμα ἐκ πολλῶν στοιχείων, Πλούτ. 2. 661Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
formé de plusieurs substances mélangées.
Étymologie: πολύς, μίγνυμι.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυμιγής και πολυμμιγής, -ές Α
1. πολύ ανάμικτος, πολύ
ανακατεμένος
2. αποτελούμενος από πολλά συστατικά
3. συγκεχυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής.

Greek Monotonic

πολῠμῐγής: Επικ. πουλυ-, -ές, αυτός που έχει ανακατευθεί πολύ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυμῐγής: ион. πουλυμῐγής 2
1) смешанный из многих элементов (γονή Arst.);
2) беспорядочный (βληχὴ τοκάδων Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμιγής -ές [πολύς, μίγνυμι] zeer gemengd.