πολυανθής

From LSJ
Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

German (Pape)

[Seite 659] ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανθής: -ές, (ἀνθέωπλήρης ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
abondant en fleurs.
Étymologie: πολύς, ἄνθος.

English (Autenrieth)

ές (ἄνθος): much or luxuriantly blooming, Od. 14.353†.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα
1. αυτός που έχει πολλά άνθη
2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευ-ανθής, λευκ-ανθής].

Greek Monotonic

πολυανθής: -ές, αυτός που είναι γεμάτος λουλούδια, ανθοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυανθής: изобилующий цветами (ὕλη Hom.; ἔαρ HH; ἔρωτες Anacr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυανθής -ές [πολύς, ἄνθος] met veel bloemen.