ἐπιδεής
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
poet. ἐπιδευής (q.v.), ές,
A in need of, τινός Pl.Ti.33c, v.l.in X.Cyr.8.7.12, etc.: pl., -δεέες v.l.in Hdt.4.130: Comp. -έστερος ἐκείνων inferior to . ., Pl.Plt.311b: Sup. -έστατος most in need, πλείστων Id.R.579e. Adv. -εῶς inadequately, Id.Lg.899d.
German (Pape)
[Seite 934] ές, bedürftig, Plat. u. Folgde; τινός, Xen. Cyr. 8, 7, 12 u. sonst; πλείστων ἐπιδεέστατος Plat. Rep. IX, 579 e; ἐκείνων ἐπιδεέστερα, jenen nachstehend, Polit. 311 b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui manque de, gén.;
Cp. ἐπιδεέστερος, Sp. ἐπιδεέστατος.
Étymologie: ἐπιδέω².
Greek Monolingual
ἐπιδεής, -ές (AM) [[[επιδέω]] ΙΙ]
ελλιπής
αρχ.
κατώτερος, υποδεέστερος.
Greek Monotonic
ἐπιδεής: -ές (ἐπιδέομαι), αυτός που στερείται ενός πράγματος, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., ἐπιδεέστερος ἐκείνων, κατώτερος εκείνων, σε Πλάτ.· υπερθ. -έστατος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδεής: 1) ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);
2) не имеющий, лишенный (ναῦς πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.
Middle Liddell
ἐπιδεής, ές ἐπιδέομαι
in want of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων inferior to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.