υποτρίζω

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source

Greek Monolingual

ὑποτρίζω ΝΜΑ τρίζω
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες
(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση του θώρακα σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή όσο και κατά την εκπνοή
μσν.-αρχ.
1. σιγοτρίζω («λεπτὸν ὑποτρίζων έδιχάζετο δόχμιος αὐχήν», Νόνν.)
2. αναδίδω τριγμό αποκάτωοἷον ἐκ μυχοῡ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους βαρύ τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)
3. (για διάφορα ζώα) βγάζω ήχο που μοιάζει με τρίξιμο.