εφέτης

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐφέτης)
ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις
νεοελλ.
δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος του εφετείου
μσν.-αρχ.
1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ.
β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε», Μηναί.)
2. δικαστής υποθέσεων φόνου
αρχ.
πληθ. oἱ ἐφέται
(στην Αθήνα) αιρετή αρχή δικαστών οι οποίοι αποφάσιζαν σε περί φόνων δίκες («ἐάν δὲ τις ἀνδροφόνον κτείνῃ ἤ αἴτιος ᾖ φόνου... ἐν τοῑς αὐτοῑς ἐνέχεσθαι, διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχουν δύο ομότυπα σύνθετα με διαφορετική σημασία
το ένα είναι παράγωγο του ρ. ἐφίημι (< επί + ἵημι «ρίπτω»), ενώ το άλλο του ρ. ἐφίεμαι «επιθυμώ». Από το τελευταίο αυτό παράγεται το μοναδικό παράγωγο εφετμή].