τεῦτλον
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
τό, Ion. and later Att. σεῦτλον,
A beet, Beta maritima, Batr.162, Hp.Art.63, Thphr.HP1.6.6, freq. in Com.; τέμαχος ἐν τεύτλου . . κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph.181 (troch.); τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτὰ ἔγχελυς Eub.35 (lyr.): more freq. in pl., τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Pherecr.108.12, cf. Ar.Pax 1014 (lyr.); ἐγχέλεις τεῦτλ' ἀμπεχόμεναι Eub.37, cf. 93:—the later Com. ridicule the use of the Ion. forms, ἐὰν μὲν τευτλίον [εἴπῃ], παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν,--ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Alex.142.5; ἐπὰν δὲ καλέσῃ . . τὸ τευτλίον . . σεῦτλα Euphro 3; τεῦτλα τευτλίδας (prob. σευτλ-) καλῶν Diph.47: the form τεῦτλον is used by Diocl.Fr.119, Gal.6.298, al.; σεῦτλον in PPetr.3p.326 (iii B.C.), PCair.Zen.232v (iii B.C.), BGU1118.17 (i B.C.), PLond.3.964.15 (iii A.D.), Edict.Diocl.6.14, Gp.8.33, al.; [σεῦ]τλος, τό, prob. in Bell-Nock-Thompson Magical Texts from a Bilingual Papyrus p.19 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1101] τό, att. statt des ion. u. gemeinen σεῦτλον, ein Küchengewächs, Mangold, Ar. Pav 979 u. a. comici.
Greek (Liddell-Scott)
τεῦτλον: τό, Ἰωνικ. καὶ νεώτ. Ἀττ. σεῦτλον, λάχανόν τι μαγειρικόν, «σέσκουλον», Λατ. beta, Βατραχομυομ. 162, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμικ.· τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφ. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτὰ ἔγχελυς Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., τεύτλοισί τ’ ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 12, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1014· ἐγχέλεις τεῦτλ’ ἀμπεχόμενοι Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Προσουσίᾳ ἢ Κύκνῳ» 1: - οἱ νεώτεροι κωμικ. ποιηταὶ περιπαίζουσι τὴν χρῆσιν τῶν Ἰωνικ. τύπων, ἐὰν μὲν τευτλίον [εἴπη], παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν, - ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· ἐπὰν δὲ καλέσῃ... τὸ τευτλίον... σεῦτλα Εὔφρων ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1· τεῦτλα σευτλίδας καλῶν Δίφιλ. ἐν «Ἥρωι» 1. Ἴδε ἐντευτλανόομαι.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bette ou poirée, légume.
Étymologie: DELG emprunt prob.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. τεύτλο.
Greek Monotonic
τεῦτλον: τό, Ιων. και νεώτ. Αττ. σεῦτλον, παντζάρι, Λατ. beta, σε Βατραχομ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τεῦτλον: ион. σεῦτλον τό (белая) свекла Arph.