Ἰνδός

From LSJ
Revision as of 13:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰνδός Medium diacritics: Ἰνδός Low diacritics: Ινδός Capitals: ΙΝΔΟΣ
Transliteration A: Indós Transliteration B: Indos Transliteration C: Indos Beta Code: *)indo/s

English (LSJ)

ή, όν, Indian, Hdt.3.38, al., cf. A.Supp.284; esp. of the drivers of elephants, Phylarch.36 J., Plb.1.40.15, al.    2 Ἰνδός, ὁ, the river Indus, Hdt.4.44, etc.    3 name of a fallacy, Plu.2.133b.    II as Adj.,= Ἰνδικός, Indian, AP9.544.1 (Addaeus).    2 Ἰνδή, ἡ, (sc. ἔμπλαστρος) name of a plaster, Orib.Fr.88.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰνδός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, τὸ πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 284 οἱ Ἰνδοί, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὁδηγούντων τοὺς ἐλέφαντας, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F, Πολύβ., κλ. 2) ὁ ποταμὸς Ἰνδός, Λατ. Indus, Ἡρόδ. 4. 44, κτλ. 3) ὄνομα σοφίσματος, Πλούτ. 2. 133Β. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. = Ἰνδικός, Ἀνθ. Π. 9. 544.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
Indien ; οἱ Ἰνδοί les Indiens.
Étymologie:.
2ου (ὁ) :
le fl. Indus en Asie.
Étymologie:.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. Ινδή (ΑΜ Ἰνδός, θηλ. Ἰνδή)
ο κάτοικος της Ινδίας
νεοελλ.
σπαν. ερυθρόδερμος, ινδιάνος
αρχ.
1. είδος παραλογισμού
2. ως επίθ. ινδικός
3. το θηλ. ἡ Ἰνδή (ενν. ἔμπλαστρος)
είδος εμπλάστρου.

Greek Monotonic

Ἰνδός: ὁ,
I. 1. Ινδός, αυτός που κατάγεται από την Ινδία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. ο ποταμός Ινδός, στον ίδ.
II. ως επίθ. = Ἰνδικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Ἰνδός: I реже Ἴνδος ὁ
1) Инд (река в Индии) Her., Arst., Diod., Plut.;
2) Инд (мифический родоначальник индийцев) Plut.;
3) индиец, индус Her., Arst., Diod.;
4) вид софизма или загадки Plut.
индийский (Ἀνδρομέδη Anth.).

Middle Liddell

Ἰνδός, ὁ,
I. an Indian, Hdt., etc.
2. the river Indus, Hdt.
II. as adj. = Ἰνδικός, Anth.