εξεγείρω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξεγείρω) εγείρω
1. σηκώνω κάποιον, τον κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο
2. διεγείρω, προκαλώμέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)
3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες»)
4. ξεσηκώνω κάποιον εναντίον άλλου
αρχ.-μσν.
ανασταίνω («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει τοῡ τάφου»)
μσν.
παρακαλώ
αρχ.
1. μέσ. ἐξεγείρομαι
σηκώνομαι όρθιος
2. (για φωτιά) αναζωπυρώνω.