ισχύω

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχύω) ισχύς
1. είμαι ισχυρός, ασκώ επιρροή, επιδρώ («ισχύει η ικανότητα και όχι τα πολιτικά μέσα»)
2. έχω νομικό κύρος («η διάταξη δεν ισχύει πλέον»)
3. είμαι σε εφαρμογή («το εισιτήριο σας έληξε, δεν ισχύει πια»)
(νεοελλ.-μσν.)
έχω τη δύναμη, έχω τη δυνατότητα, μπορώ
μσν.
είμαι επαρκής («οὐ γαρ ἴσχυε σκευὴ κατ' αὐτοῡ»)
(μσν.-αρχ.)
1. είμαι ισχυρός στο σώμα, δυνατός, ρωμαλέος («γίγαντα καὶ ἰσχύοντα, καὶ πολεμιστήν», Δούκ.)
2. επιβάλλομαι, επικρατώ, νικώ («οὐκ ἴσχυσαν πρὸς ἡμᾱς», Πανάρ.)
αρχ.
1. συνέρχομαι από την ασθένεια, αναλαμβάνω δυνάμεις, αναρρωννύω