ευσεβής

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσεβής, -ές, Μ και εὐσεβός, -όν)
1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος
2. εκείνος που τον διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ»)
3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ.λπ.
νεοελλ.
φρ. «εὐσεβεῑς πόθοι» — επιθυμίες ή επιδιώξεις που δεν ανακοινώνονται φανερά και είναι πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν
μσν.-αρχ.
1. άγιος, ιερόςθρησκεία εὐσεβὴς και θεία»)
2. επίθετο, τιμητική προσφώνηση αυτοκρατόρων ή υψηλών προσώπων (α. «ἡ ἀγαθή... εὐσεβεστάτη βασίλισσα...» β. «Ἀντωνῑνος ὁ Εὐσεβής»)
3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσεβές
η ευσέβεια
αρχ.
1. δίκαιος
2. (για αγρό) εύφορος
3. φρ. α) «ὁ τῶν εὐσεβῶν χῶρος» — ο κάτω κόσμος, ο Αδης
β) «φόρος ευσεβής» — φόρος που έχει επιβληθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
επίρρ...
ευσεβώς (ΑΜ εὐσεβῶς, Α και εὐσεβέως)
με ευσέβεια, με σεβασμό προς τον θεό
μσν.-αρχ.
1. ορθά, σωστά («τοὺς καρποὺς πλήρεις γεγονέναι οὐκ ἄν εὐσεβῶς λέγοιμεν ἔργον εἶναι τῶν γεωργῶν ἀλλ' ἔργον τοῡ Θεοῡ»)
2. σύμφωνα με την ορθόδοξο πίστη («τῶν εὐσεβῶς και πιστῶς βασιλευσάντων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σεβής (< σέβας), πρβλ. α-σεβής, θεο-σεβής. Η λ. στην αρχ. ελλ. σήμαινε «τον πιστό στα καθήκοντά του» και κυρίως στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η σημασία αυτή διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική, στην οποία η λ. χρησιμοποιείται για κάποιον που δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό προς τα θεία].