μεταμόρφωση

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

η (ΑM μεταμόρφωσις) μεταμορφώνω
1. μεταβολή, αλλαγή της μορφής ή του σχήματος, μετασχηματισμός («οὐκ ἀγνοήσει τὰς μυθικὰς μεταμορφώσεις ἁπάσας», Λουκιαν.)
2. φρ. «ἡ μεταμόρφωσις τοῡ Σωτῆρος»
εκκλ. η εκούσια μεταλλαγή της φθαρτής φύσης του Ιησού Χριστού, καθώς και η εορτή που τελείται κατά την 6η Αυγούστου
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Μεταμορφώσεις
τίτλος έργου του Οβιδίου
νεοελλ.
1. αλλαγή της φύσης, τών ιδιοτήτων ή του χαρακτήρα κάποιου
2. (ηλεκτρολ.) η μετατροπή του ηλεκτρικού ρεύματος κατά την τάση, την ένταση ή τη μορφή, αλλ. μετασχηματισμός
3. (πετρογρ.) το σύνολο τών ορυκτολογικών και ιστολογικών μεταβολών που υφίσταται ένα στερεό πέτρωμα όταν βρεθεί σε συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν κατά τον σχηματισμό του
4. βιολ. το σύνολο τών ριζικών μετασχηματισμών στη μορφολογία και στη δομή ενός ζώου κατά τη μετεμβρυϊκή του ανάπτυξη, όπως λ.χ. της κάμπιας σε πεταλούδα, του γυρίνου σε βάτραχο κ.ο.κ.
5. βοτ. η διαδικασία μορφολογικής απόκλισης ενός οργάνου από τη γνωστή τυπική του μορφή, κατά την οποία το μεταμορφωμένο όργανο παίρνει συχνά τη μορφή άλλου θεμελιώδους οργάνου.