εὐθένεια

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθένεια Medium diacritics: εὐθένεια Low diacritics: ευθένεια Capitals: ΕΥΘΕΝΕΙΑ
Transliteration A: euthéneia Transliteration B: eutheneia Transliteration C: eftheneia Beta Code: eu)qe/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A supply, provisioning, ὀμνύω . . ἔχειν παρ' ἐμαυτῷ χοίρους . . εἰς τὴν εὐθένιαν (or -ίαν) τῆς . . πόλεως BGU 649.16 (ii A.D.); εἰς εὐθένειαν τῶν . . στρατιωτῶν . . οἴνου ξέστας ib.974.6 (iv A.D.), cf. PGoodsp.Cair.11.5 (iv A.D.), POxy.1412.6 (iii A.D.), 1261.7 (iv A.D.), PLond.3.1245.5 (iv A.D.); πᾶσαν εὐθένειαν supplies of all kinds, POxy.1252v. 14 (iii A.D., but εὐθηνιαρχικός ib.17); [ᾠὰ] πρὸς διάπρασιν καὶ εὐθένιαν (or -ίαν) τῆς . . πόλεως ib.83.11 (iv A.D.), cf. PSI 4.309 (iv A.D.); ἐραυνηταῖς εὐθεν [ίας] PFay.104.18 (iii A.D.); ἐπὶ τῶν μερισμῶν τῶν σπερμάτων καὶ τῆς εὐθενίας PTeb.397.19 (ii A.D., but κοσμητεύσας εὐθηνίας ib. 15,28); εὐθενίας ἔπαρχος, = Lat. praefectus annonae, IG14.1072 (Rome, ii A.D.); εὐθενείας ἔ. ib.917 (iii A.D.).    II welfare, prosperity, abundance, Poll.9.160; gloss on εὔσοια, Sch.S.OC390, v.l. in Arist. Rh.1360b16, HA602a15, al.; good physical condition, τοῦ σκήνεος εὐθένεια cj. for εὐσθ- in Democr.57.

German (Pape)

[Seite 1068] -θενέω, -θενής, s. εὐθήνεια, -θηνέω, -θηνής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθένεια: ἢ -ία, εὐθενέω, ἴδε εὐθηνία, εὐθηνέω.

Greek Monolingual

εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) ευθενής
αφθονία, ευημερία, ευτυχίαεὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προμήθεια, εφοδιασμός
2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία
3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» — επιμελητής που φροντίζει για τον επισιτισμό τών πόλεων.