καρός
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος, Hsch. κάρουα, Lacon.,
A = κάρυα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
καρός: «κωφός. οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἢ φθορὰ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
sommeil profond, engourdissement.
Étymologie: DELG κάρ, idée de « avoir la tête lourde ».
2v. κάρ².
English (Autenrieth)
defect. gen.: doubtful word, only τίω σέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ, ‘the value of a straw,’ ‘not a whit,’ Il. 9.378.
Greek Monolingual
καρός, ὁ (Α) καρώ
(κατά τον Ησύχ.) «κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἤ φθορά».
Russian (Dvoretsky)
κᾱρός: ὁ дор. Theocr. v. l. = κηρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρός gen. sing. van κάρ 1.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρός: gen. к *κάρ III.
Frisk Etymological English
Grammatical information: gen.
Meaning: only in τίω δέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ (Ι 378) indicating something useless.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Here perhaps καριμοίρους, explained by H. in two ways: τοὺς ἐν μηδεμιᾳ̃ μοίρᾳ, η μισθοφόρους. - Mostly as "(something) cut off, futile" connected with κείρω, but perh. rather from κάρ louse (H.), which would be more visual and impressive (from κείρω we cannot get καρ-). Not with Schwyzer Glotta 12, 17f. a. n. gen. of κήρ (s.v.) goddess of death with old ablaut.