Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσκάντης

From LSJ
Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ου ὁ<b class="num">1)" to "''' ου ὁ<br /><b class="num">1)")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάντης Medium diacritics: ἀσκάντης Low diacritics: ασκάντης Capitals: ΑΣΚΑΝΤΗΣ
Transliteration A: askántēs Transliteration B: askantēs Transliteration C: askantis Beta Code: a)ska/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A pallet, Ar.Nu.633, Luc.Lex.6.    II bier, AP 7.634 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 370] ὁ, 1) ein schlechtes Bett od. Lehnstuhl, Ar. Nubb. 624, Schol. δίφρου εἶδος ἢ κράβατος; vgl. Luc. Lexiph. 6. – 2) Todtenbahre, Antiphil. 35 (VII, 634).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκάντης: -ου, ὁ κράβατος, κλινίδιον εὐτελές, ἕξει τὸν ἀσκάντην λαβὼν Ἀριστοφ. Νεφ. 633, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 6. ΙΙ. φέρετρον, νεκροκράβατον, Ἀνθ. Π. 7. 634.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grabat.
Étymologie: DELG ? ; terme prob. populaire.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ catre Ar.Nu.633, Call.Fr.240, Luc.Lex.6, Poll.10.35, Hsch., Sud., ref. a un féretro νεκυοστόλον ... ἀσκάντην lecho mortuorio, AP 7.634 (Antiphil.), cf. Ἀρχ.Ἐφ. 1895.59B.3.16 (I a.C.).

Greek Monolingual

ἀσκάντης, ο (Α)
1. φτωχικό στρώμα, ψάθα
2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν
κράββατον» (Ησύχιος)].

Greek Monotonic

ἀσκάντης: -ου, ὁ,
I. φτωχή κλίνη, αχυρόστρωμα, σε Αριστοφ.
II. φέρετρο, νεκροκρέβατο, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀσκάντης: ου ὁ
1) убогая постель, жалкий одр Arph., Luc.;
2) похоронные носилки Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pallet, bier (Ar.).
Dialectal forms: ἀκχάνθαρ (codd. ἀκχαλίβαρ)· κράββατος, Λάκωνες H.; and σκάνθαν. κράββατον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: A substr. word, rather than vulgar (which solves nothing).

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
I. a poor bed, pallet, Ar.
II. a bier, Anth.