γωλεός
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
English (LSJ)
ὁ,
A a hole, Arist.HA603a6 (v.l. φωλεός);
German (Pape)
[Seite 512] ὁ, plur. auch τὰ γωλεά, Nic. Th. 125; γωλειά Lycophr. 376, wie Nic. Th. 351; Schlupfwinkel, bes. Lager des Wildes, Arist. H. A. 8, 20.
Greek (Liddell-Scott)
γωλεός: ὁ, ὀπή, σπήλαιον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 20, 4 (διάφ. γραφ. φωλεός)· ἑτερογ. πληθ. γωλε ὰ Νίκ. Θ. 125· γωλειὰ Λυκόφρ. 376.
Greek Monolingual
γωλεός, ο (Α)
τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γωλεός συνδέεται με τα λιθ. guōlis, λεττ. guol’a «κατάλυμα, κρησφύγετο, φωλιά», ενώ αμφισβητείται η αναγωγή στη ρίζα geu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρβλ. γύαλον). Εξάλλου δεν έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια αν και κατά πόσο το αντίστοιχο μορφολογικά και σημασιολογικά φωλεός («κρύπτη, καταφύγιο ζώων») έχει επηρεάσει αναλογικά τη λέξη].
Russian (Dvoretsky)
γωλεός: ὁ яма, нора Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: hole (Arist.), γωλ<ε>ιοί σπήλαια. καὶ αἱ πρὸς θάλασσαν καταδύσεις H.; plur. γωλε(ι)ά (Nic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One compared Lith. guõlis, Latv. guol'a lair, nest (Lith. guliù lie (down)) and Arm. kaɫaɫ hole, hiding-place. Quite uncertain. IE origin is not very probable. May have been influenced by φωλεός. See Fraenkel KZ 71, 40.