Λέλεγες

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

English (Autenrieth)

a piratical tribe on the south and west coast of Asia Minor, Il. 10.429, Il. 21.86.

Greek Monolingual

οι (Α Λέλεγες)> ληστρικός και περιπλανώμενος λαός, υπόλειμμα προελληνικών πληθυσμών της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. Λέ-λεγες προήλθε με διπλασιασμό (πρβλ. Βάρβαροι). Η λ. συνδέεται πιθ. με τα λαλαγῶ, λαλῶ «φλυαρώ», οπότε θα είχε τη σημ. «οι φλύαροι», ιδιότητα που τους αποδόθηκε πιθ. επειδή η γλώσσα τους ως ξένη δεν ήταν κατανοητή. Κατ' άλλους, η λ. Λέ-λεγ-ες συνδέεται με το πρωτοχατταϊκό πρόθημα λε-. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τους τ. ἔλεγος, ἐλελεῦ.

Russian (Dvoretsky)

Λέλεγες: οἱ (эп. dat. pl. Λελέγεσσι) лелеги (племя, населявшее, до исторических греков, южную Троаду, а тж. побережья Эллады и М. Азии) Hom. etc.

Frisk Etymological English

ων
Grammatical information: m. pl.
Meaning: old people on the coasts of Greece and Asia Minor and on the islands (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Reduplicated formation (like Βάρβαροι); because of the foreign language perhaps called "the babbler, chatterer", to λαλα-γέω, λαλέω (cf. Schwyzer 59 n. 2). Referring to the sing. Λέξ (given by grammarians (Arkad., Theognost.) Brandenstein P. -W. Suppl. 6, 169 f. suggets that Λέ-λεγ-ες is protohattic (= Hattic)and has a pluralprefix λε-; thus Kretschmer Glotta 28, 249 and 32, 162ff. with further quite hypothetic combinations after Trubetzkoy Mél. van Ginneken 171 ff. - Theander Eranos 15, 151 ff. tries to connect ἔλεγος, ἐλελευ