σκαμβός

From LSJ
Revision as of 06:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβός Medium diacritics: σκαμβός Low diacritics: σκαμβός Capitals: ΣΚΑΜΒΟΣ
Transliteration A: skambós Transliteration B: skambos Transliteration C: skamvos Beta Code: skambo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A crooked, bent, σ. ξύλον οὐδέποτ' ὀρθόν 'there's no straightening a crooked billet', Macar.7.69; of a cow's horns, dub. rest. in PBaden 19.5 (ii A.D.); esp. bent asunder, bow, of the legs, opp. βλαισός, Gp.19.2.1 (Comp.), cf. Gal.14.793, Hippiatr.102: metaph., καρδία σ. LXX Ps.100(101).3.

German (Pape)

[Seite 888] krumm, gebogen, bes. aus einander gebogen, von den Beinen, das lat. varus, Geop. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβός: -ή, -όν, στραβός, κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. ξύλον οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· μάλιστα δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ βλαισός, Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει σκαμβάλυξ = σκαμβός, σκαμβάς = πόρνη, σκαμβυξ = σκόλοψ, χάραξ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
1. κυρτός, στραβός
2. (ιδίως για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη γωνία ανοιχτή προς τα μέσα, ραιβός
3. μτφ. ηθικά διεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκάζω [Ι], σκάπτω) και επίθημα -μβος (πρβλ. τις συγγενείς σημασιολογικά λ. κλα-μβός, κρά-μβος). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. σκάζω (Ι) «χωλαίνω» ή με το ρ. κάμπτω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: crooked, bandy-legged (LXX, hell. pap., Gal.),
Derivatives: σκαμβό-πους with crooked feet (Ps.-Archyt.), σκαμβόομαι to curve (Aq.). Further in H.: σκάμβυκες σκόλοπες, χάρακες (as θρῆνυξ a. o.); σκαμβάλυξ σκαμβός, στρεβλός (as if from *σκαμβαλος; cf. βαύκαλος a. o.; ταρβάλυξ, φεψάλυξ a. o.); σκαμβηρίζοντες ὀλισθαίνοντες (: *σκαμβηρός like ὀλισθηρός a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Popular formation with α-vowel and β-suffix like κλαμβός, θραμβός; cf. further σκιμβός, λιμβός, λομβός and several other words not frequently found in literature (Chantraine Form. 260 ff., Schwyzer 496). For such a word one should not look for a straight genealogy. Inside Greek one thinks with Ehrlich Sprachgesch. 15 best of σκάζω (semantic doubts in WP. 2, 539); under non-Greek words Fick 2, 78 f. adduced OIr. camm crooked, Gaul. PN Cambo-dūnum, so that one compares also the family of κάμπτω. Further combinations of varying value in WP. l.c., Pok. 918, W.-Hofmann s. cambiō and campus w. rich lit.; further to it Machek Ling. Posn. 5, 61. -- Cross of σκάζω with the very rare σκιμβός (Sommer Sprachgesch. u. Wortbed. 426) is not probable. -- The word is clearly Pre-Greek (suff. -υκ-, -αλ-); or does Celt. camb- points to a Eur. substratum?