σκῦρος

From LSJ
Revision as of 06:40, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῦρος Medium diacritics: σκῦρος Low diacritics: σκύρος Capitals: ΣΚΥΡΟΣ
Transliteration A: skŷros Transliteration B: skyros Transliteration C: skyros Beta Code: sku=ros

English (LSJ)

ὁ,= λατύπη,

   A chippings of stone, used as road-metal, IG42 (1).102.27 (Epid., iv B.C.), Sch.Pi.P.5.124, Hsch., cf. Poll.9.104; cf. σκῖρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
éclat, morceau de pierre.
Étymologie: DELG rien de sûr ; l’étym. pop. le rattache à σκῖρος.

Greek Monolingual

και σκύρος, ὁ, Α
1. μικρό κομμάτι λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, σκύρο, χαλίκι
2. η κεντρική γραμμή στο παιχνίδι επίσκυρος. διότι επισημαινόταν με μικρούς λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. skiaurė «μικρή διάτρητη κύστη», kiauras«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. scora «φτυάρι», αρχ. ινδ. skauti «ταράζω, ενοχλώ». Η σύνδεση της λ. με τη συνώνυμη σκῖρος «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με το τοπωνύμιο Σκῦρος].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: stone-chippings, rubble (Epid. IVa, H., Poll., Sch. Pi.).
Derivatives: σκυρωτὰ ὁδός road paved with σ. (Pi. P. 5, 93), τὰ σκυρω[τά] n. pl. (Delos IIIa), σκυρωθῶσι λιθωθῶσιν H. (Hp.?), σκυρώδης consisting of σ. (Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. Hypothetic combinations by Persson Beitr. 1, 374ff. (s. Bq, WP. 2, 552, Pok. 954): to Lith. skiaurė̃ small fish-case with holes, kiáuras with holes, Germ., e.g. OHG scora shovel, OWNo. skora scour, scrubb, Skt. skauti disturb, browse, poke(?; meaning quite uncertain) etc. -- Here also the island-name Σκῦρος (after the marble-quarries) ? Cf. Fredrich P.-W. 2, 3, 690 w. lit. -- Furnée 366 takes σκῖρος as variant, and concludes that the word is Pre-Greek.