σπέλεθος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A f.l. for πέλεθος in Ar.Ec.595; cf. σπέληξ.
German (Pape)
[Seite 919] ὁ, = πέλεθος; Ar. Ach. 1133 Eccl. 595; Hegemon bei Ath. XV, 698 d.
Greek (Liddell-Scott)
σπέλεθος: διάφ. γραφ. ἀντὶ πέλεθος ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 595.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. πέλεθος.
Greek Monolingual
ή πέλεθος, ὁ, Α
τα κόπρανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα -θος (πρβλ. όν-θος, σπύρα-θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι και πελλία. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)p(h)el- «σχίζω» (πρβλ. σπολάς). Ανάλογη διαφορά σημασιών έχουμε και στους τύπους σχίζω και γερμ. scheiqen «κοπρίζω», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: dung (Ar. Ek. 595).
Other forms: πέλεθος (Ach. 1170, S. Ichn. 414).
Compounds: ὑ-σπέλεθος pigs dung (D.C. 46, 5, Poll. 5, 91), πελεθο-βάψ m. f. who washes away ordure (Hdn. Gr. 1, 246, 12; H.).
Derivatives: Beside it σπέλληξι σπελέθοις, πελλία σπέλεθοι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: For the final syllable cf. σπύραθος, ὄνθος; on the anlaut Schwyzer 334. Vulgar word of unclear origin. Connection with IE *sp(h)el- split in σπολάς, (ἀ)σπάλαξ a. o. is perh. on itself possible; cf. e.g. NHG scheißen prop. *'separate, divide, disjoin' to σχίζω split. - The variation shows a Pre-Greek word. (If this had the form (s)pely- it would explain the e's.)