ἀντικαλέω
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
A invite in turn, X.Smp.1.15(in fut. Pass. -κληθήσομαι), cf.Ev.Luc.14.12.
German (Pape)
[Seite 252] (s. καλέω), dagegen rufen, einladen, Xen. Conv. 1, 15; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικᾰλέω: προσκαλῶ τὸν προσκαλέσαντά με, οὔτε μὴν ὡς ἀντικληθησόμενος καλεῖ μέ τις Ξεν. Συμπ. 1. 15, κατὰ παθ. μέλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
inviter à son tour.
Étymologie: ἀντί, καλέω.
Spanish (DGE)
1 invitar a su vez σε Eu.Luc.14.12, en v. pas. οὔτε μὴν ὡς ἀντικληθησόμενος καλεῖ μέ τις X.Smp.1.15.
2 nombrar a su vez en v. pas. Val.Gn.Fr. en Epiph.Const.Haer.31.6 (p.349.8).
English (Strong)
from ἀντί and καλέω; to invite in return: bid again.
English (Thayer)
ἀντικάλω: 1st aorist ἀντεκαλεσα; to invite in turn: τινα, Xenophon, conviv. 1,15.)
Greek Monotonic
ἀντικᾰλέω: μέλ. -έσω, προσκαλώ με τη σειρά μου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικᾰλέω: приглашать к себе в свою очередь: ἀντικληθησόμενος καλεῖ Xen. он приглашает, чтобы быть (самому) приглашенным.