ἐξάπινα
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
[ᾰπ], later form of ἐξαπίνης, LXXNu.4.20, Ev.Marc.9.8, PGiss.1.68.6 (ii A. D.), Procop.Aed.2.11.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάπινα: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐξαπίνης, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Δ΄, 20). Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 8.
Spanish (DGE)
adv. repentinamente, de improviso ἐὰν δέ τις ἀποθάνῃ ἐ. LXX Nu.6.9, μὴ εἰσέλθωσιν ἰδεῖν ἐ. τὰ ἅγια LXX Nu.4.20, ἐ. περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον Eu.Marc.9.8, μήποτε ὁ δεσπότης ἐ. ἔλθῃ Herm.Sim.9.7.6, ἐ. ἐγένετο τὸ ἀτύχημα PGiss.68.6 (II d.C.), cf. Astramps.1Resp.2.8, D.C.Epit.7.25.1, Vit.Aesop.W.47, μὴ βραδύνῃς, μήποτε ἐ. ἀποπλεύσῃ Ἰούλιος PMich.506.9 (II/III d.C.), ἐ. ... ἐμβάλλειν Procop.Aed.2.11.11.
• Etimología: v. αἰπύς.
English (Strong)
from ἐκ and a derivative of the same as αἰφνίδιος; of a sudden, i.e. unexpectedly: suddenly. Compare ἐξαίφνης.
English (Thayer)
(a somewhat rare later Greek form for ἐξαπίνης, ἐξαίφνης, which see (Winer s Grammar, § 2,1d.)), adverb, suddenly: Sept.; Jamblichus, Zonaras (1118 A.D.>), others; Byzantine.)
Greek Monolingual
ἐξάπινα (AM)
μτγν. τ. του ἐξαπίνης, αιφνίδια, ξαφνικά («ἐξάπινα περιβλεψάμενοι», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξαπίνης].
Greek Monotonic
ἐξάπῐνα: μεταγεν. τύπος του ἐξαπίνης, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐξάπῐνα: adv. NT = ἐξαπιναίως.
Middle Liddell
adverblater form of ἐξαπίνης, NTest.]