κενόδοξος

From LSJ
Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόδοξος Medium diacritics: κενόδοξος Low diacritics: κενόδοξος Capitals: ΚΕΝΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: kenódoxos Transliteration B: kenodoxos Transliteration C: kenodoksos Beta Code: keno/docos

English (LSJ)

ον,

   A vain-glorious, conceited, Plb.27.7.12, Ph.1.672, Ep.Gal.5.26, Arr. Epict.3.24.43, Jul.Or.6.180d; κληρονομία Vett.Val.271.2.

German (Pape)

[Seite 1417] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.

Greek (Liddell-Scott)

κενόδοξος: ον. ματαιόδοξος, μάταιος, ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, ἐραστής, Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682.

English (Strong)

from κενός and δόξα; vainly glorifying, i.e. self-conceited: desirous of vain-glory.

English (Thayer)

κενοδοξον (κενός, δόξα), glorying without reason, conceited, vain-glorious, eager for empty glory: Polybius, Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. Philo de trib. virt. § 2at the end); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)
αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος
μσν.
1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος
2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον
α) ματαιοδοξία
β) αλαζονεία
γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).
επίρρ...
κενοδόξωςκενοδόξως)
με κενοδοξία, ματαιόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενόδοξος -ον [κενός, δόξα] ijdel, verwaand.

Russian (Dvoretsky)

κενόδοξος: тщеславный Polyb., Diod., NT.