μεριστής

From LSJ
Revision as of 21:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριστής Medium diacritics: μεριστής Low diacritics: μεριστής Capitals: ΜΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: meristḗs Transliteration B: meristēs Transliteration C: meristis Beta Code: meristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A divider, distributor, Ev.Luc.12.14, Poll.4.176, PMag.Leid.W.14.42; μ. χρόνων ζωῆς, of the lord of the horoscope, Vett.Val.62.4:—fem. μερ-ίστρια, Sch.rec.A.Th. 711.

German (Pape)

[Seite 135] ὁ, der Theiler, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστής: -οῦ, ὁ, ὁ μερίζων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 14, Πολυδ. Δ΄, 176· θηλ. μερίστρια, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 711.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui partage, qui divise.
Étymologie: μερίζω.

Spanish

distribuidor, repartidor

English (Strong)

from μερίζω; an apportioner (administrator): divider.

English (Thayer)

μεριστού, ὁ (μερίζω), a divider: of an inheritance, Pollux (4,176).)

Greek Monolingual

μεριστής, ὁ θηλ. μερίστρια ΑM μερίζω
1. αυτός που χωρίζει, που διαιρεί
2. αυτός που διανέμει κάτι·

Greek Monotonic

μεριστής: -οῦ, ὁ (μερίζω), αυτός που διαιρεί, μοιράζει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μεριστής: οῦ ὁ разделяющий (спорящие стороны), т. е. посредник (δικαστὴς ἢ μ. NT).

Middle Liddell

μεριστής, οῦ, ὁ, μερίζω
a divider, NTest.

Chinese

原文音譯:merst»j 姆里士帖士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:分(者)

字義溯源:分配者,仲裁者,分開者,分家,分家業;源自(μερίζω)=分開);而 (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享), (μέρος)又出自(μείζων)X*=分得的份)

出現次數:總共(1);路(1)

譯字彙編

1) 分家(1) 路12:14