πρόσχυσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pouring upon, sprinkling, τοῦ αἵματος Ep.Hebr. 11.28.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, das Zugießen, Anspülen, Longin.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχῠσις: ἡ, ἐπίχυσις, ῥαντισμός, τοῦ αἵματος Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 28.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de verser sur, effusion.
Étymologie: προσχέω.
English (Strong)
from a comparative of πρός and cheo (to pour); a shedding forth, i.e. affusion: sprinkling.
English (Thayer)
προσχυσεως, ἡ (προσχέω to pour on), a pouring or sprinkling upon, affusion: τοῦ αἵματος, Justin Martyr, Apology 2,12, p. 50d.).)
Greek Monotonic
πρόσχῠσις: ἡ (προσχέω), ράντισμα, ψέκασμα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πρόσχῠσις: εως ἡ пролитие (τοῦ αἵματος NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσχυσις -εως, ἡ [προσχέω] besprenkeling:. πεποίηκεν... τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος hij heeft (de deurposten) met bloed laten besprenkelen NT Hebr. 11.28.
Middle Liddell
πρόσχῠσις, εως, προσχέω
a sprinkling, NTest.
Chinese
原文音譯:prÒscusij 普羅士-虛西士詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-流
字義溯源:灑在,澆,灑(血),塗敷;由(πρός)=向著)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。比較: (ῥαντισμός)=灑水禮
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 灑(1) 來11:28