нежный
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Russian > Greek
τέρην, λεῖος, ἀταλός, γλυκύθυμος, ἤπιος, θηλυδριώδης, θηλύπους, λειριόεις, κυπρίδιος, μαλακός, τεράμων, μυέλινος, ἡδύπνοος, ἡδύπνους, ἁδύπνοος, ἁπαλός, ἀπαλός, πρᾷος, τρύχνος, τρυφερός, ἀμαλός, ἁβροφυής, ἄτριπτος, λεπτός, δροσόεις, δροσώδης, εὔκρατος, ἁβρός, προσηνής, προσανής, ποτανής, ὑαλόεις, δίυγρος, ὑάλεος, τακερός, ῥαδινός, βραδινός