отвратительный
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Russian > Greek
μυσαχθής ;; ἀσυρής ;; κακοήθης ;; παλλώβητος ;; μισητός ;; ἀχάριστος ;; εἰδεχθής ;; βδελυρός ;; μυσώδης ;; βδελύκτροπος ;; ἀποτρόπαιος ;; μυσαρός ;; ὑπέραισχρος ;; ἄχαρις