μυσώδης
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
μυσῶδες, abominable, Plu.Tim.5.
German (Pape)
[Seite 223] ες, von abscheulicher Art, abscheulichem Ansehen, übh. = μυσαρός, Plut. Timol. 5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
odieux, exécrable.
Étymologie: μύσος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
μῠσώδης: отвратительный, ужасный (ἔργον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠσώδης: -ες, (εἶδος) βδελυρός, Πλουτ. Τιμολ. 5.
Greek Monolingual
μυσώδης, -ῶδες (Α) μύσος
βδελυρός, μυσαρός, απεχθής, αποτρόπαιος.