ἀσυρής
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
ἀσυρές, lewd, filthy, ἄνθρωπος Plb.4.4.5; βίος Id.18.55.7; λοιδορία Id.38.20.6; ἀπαιδευσία LXX Si.23.13. Adv. ἀσυρῶς Phld.Rh.1.348S.
Spanish (DGE)
-ές
I 1sucio subst. τἀσυρɛ̄ basura, IG 13.2.11 (Maratón VI/V a.C.).
2 fig. deshonesto, impuro ἄνθρωπος Plb.4.4.5, βίος Plb.18.55.7, λοιδορία Plb.38.20.6, ἀπαιδευσία LXX Si.23.13, cf. ἀσυρές· βδελυρόν. προπετές Hsch.
II adv. -ῶς de manera sucia, indigna θεὶς ἀ. Phld.Rh.1.348, ἀ. καὶ φορτικῶς Ath.220d.
• Etimología: Adj. deriv. de σύρω q.u., c. ἀ- aumentativa.
German (Pape)
[Seite 381] ές (σύρω), unrein, häßlich, ἄνθρωπος Pol. 4, 4; βίος 18, 38.
Russian (Dvoretsky)
ἀσῡρής: гнусный, мерзкий, отвратительный (ἄνθρωπος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυρής: -ές, ῥυπαρός, βδελυρός, αἰσχρός, ἀκόλαστος, ἄνθρωπος Πολύβ. 4. 4, 5· βίος αὐτ. 18. 38, 7· ὠσαύτως παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ Ἡσύχ. ― (Ἐλληνιστ. λέξ. ἀγνώστου ἀρχῆς, ἴσως ἐκ τοῦ ἀνασύρω).
Greek Monolingual
ἀσυρής, -ές (Α)
ρυπαρός, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ασυρής ανάγεται πιθ. στο ρ. σύρω και παρουσιάζει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη όπως τα σύρμα, συρφετός «αυτό που σύρεται, που σαρώνεται, το σκουπίδι». Προήλθε πιθ. από α- αθροιστικό και ουδ. σύρος ή, κατ' άλλη υπόθεση, πρόκειται για λ. που σχηματίστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους απευθείας από το ρ. σύρω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: lewd, filthy (Hdt. 4, 51).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Uncertain. Perhaps α copulativum and *σύρος, verbal noun to σύρω drag with the same semantic shift as in σύρμα, συρφετός refuse, litter.
Frisk Etymology German
ἀσυρής: {asurḗs}
Meaning: unrein, schmutzig, häßlich (Plb., LXX, Phld.).
Etymology: Etymologie unsicher. Vielleicht aus α copulativum und *σύρος, Verbalnomen zu σύρω schleifen, zerren mit derselben Bedeutungsverschiebung wie in σύρμα, συρφετός Kehricht, Unrat.
Page 1,174