λιμνήτης

From LSJ
Revision as of 03:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνήτης Medium diacritics: λιμνήτης Low diacritics: λιμνήτης Capitals: ΛΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: limnḗtēs Transliteration B: limnētēs Transliteration C: limnitis Beta Code: limnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. λιμν-ῆτις, Dor. λιμν-ᾶτις, ιδος,

   A living in marshes, βδέλλα Theoc. 2.56.    II epith. of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος 11), IG5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.Oxy. 853x14: voc. λιμνᾶτι AP6.280.

German (Pape)

[Seite 48] ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνήτης: -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. λιμναῖος. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit dans les marais.
Étymologie: λίμνη.

Greek Monolingual

λιμνήτης, ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις
προσωνυμία της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. -ήτης (πρβλ. γυμν-ήτης, σκην-ήτης)].

Greek Monotonic

λιμνήτης: -ου, ὁ, θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος,
I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.
II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.

Middle Liddell

λιμνήτης, ου, ὁ,
I. living in marshes, Theocr.
II. epith. of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortd. for Λιμνάτιδι, Anth.