δόμονδε
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
Adv.
A homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.1.83; also δόμον Archestr.Fr.26.
Greek (Liddell-Scott)
δόμονδε: ἐπίρρ., εἰς τὸν οἶκον, οἴκαδε, ὡς τὰ οἶκόνδε, οἴκαδε, Ὅμ.· ὅνδε δόμονδε, εἰς τὴν οἰκίαν του, Ὀδ. Α. 83· οὕτω, δόμον Ἀρχέστρ. παρ' Ἀθην. 327D.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la maison, vers la maison avec mouv.
Étymologie: δόμος, -δε.
English (Autenrieth)
adv., into the house, Od. 22.479; homeward, home, Il. 24.717 ; ὅνδε δόμονδε, to his house, to his home.
Spanish (DGE)
adv. a o hacia casa ὅνδε δόμονδε a su casa, Il.16.445, Hes.Sc.38, de Odiseo Od.1.83, πρόφρων <δ'> ὑπέδεκτο δ. Λάβαν benévolo le acogió en su casa Labán Theodotus SHell.759.5.
Greek Monolingual
δόμονδε επίρρ. (Α)
στο σπίτι, στην πατρίδα.
Greek Monotonic
δόμονδε: επίρρ., στο σπίτι, στην πατρίδα, προς το σπίτι, προς την πατρίδα, σε Όμηρ.· ὅνδε δόμονδε, στο δικό του σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δόμονδε: adv. домой, в дом: νοστῆσαι ὅνδε δ. Hom. вернуться к себе на родину.
Middle Liddell
adverb
home, homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.