καμασῆνες

From LSJ
Revision as of 23:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰσῆνες Medium diacritics: καμασῆνες Low diacritics: καμασήνες Capitals: ΚΑΜΑΣΗΝΕΣ
Transliteration A: kamasē̂nes Transliteration B: kamasēnes Transliteration C: kamasines Beta Code: kamash=nes

English (LSJ)

ων, οἱ,

   A fish, Emp.72, 74; a special kind of fish, AP11.20 (Antip. Thess.): sg., Hdn.Gr.2.923.

German (Pape)

[Seite 1316] οἱ, eine Art Fische; Antp. Th. 45 (XI, 20); Ath. VIII, 334 b, aus Empedocl. – Sing. καμασήν Hdn. περὶ μον. λ. p. 17, 7; bei Arcad. 8, 24 καμασσήν.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, εἶδος ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 11. 20· ἀλλὰ παρὰ Ἐμπεδ. 235, 285, ἐπὶ ἰχθύων ἐν γένει.

Greek Monolingual

καμασῆνες, -ήνων, οἱ (Α)
1. ονομασία των ψαριών
2. είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε κάμασος, που εμφανίζει επίθημα -σος (πρβλ. κόμπα-σος, πέτα-σος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ. κάμαξ.

Greek Monotonic

κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, είδος ψαριών, σε Ανθ. (ξέν. λέξη).

Middle Liddell


a kind of fish, Anth. [Foreign word.]