κρήνηθεν
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
Adv.
A from a well or spring, AP15.25.18 (Besant.).
German (Pape)
[Seite 1507] aus der Quelle, πίνειν, Dosiad. ar. (XV, 25).
Greek (Liddell-Scott)
κρήνηθεν: Ἐπίρρ. ἐκ κρήνης, Ἀνθ. Π. 15. 25.
French (Bailly abrégé)
adv.
de la fontaine.
Étymologie: κρήνη, -θεν.
Greek Monolingual
κρήνηθεν (Α)
επίρρ. από την κρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άλλο-θεν, οίκο-θεν)].
Greek Monotonic
κρήνηθεν: επίρρ., από πηγάδι ή πηγή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρήνηθεν: adv. из источника (πίνειν Anth.).