κωπεύω

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπεύω Medium diacritics: κωπεύω Low diacritics: κωπεύω Capitals: ΚΩΠΕΥΩ
Transliteration A: kōpeúō Transliteration B: kōpeuō Transliteration C: kopeyo Beta Code: kwpeu/w

English (LSJ)

   A propel with oars, βᾶριν AP 7.365 (Zon.).    II (κώπη 2) κεκώπευται στρατός it has the sword drawn, Anon. ap. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1546] rudern, das Schiff mit Rudern fortbewegen, Zonas 7 (VII, 365). Nach Hesych. auch κεκώπευται ὁ στρατός, von einem schlagfertigen Heere, wo der Soldat die Hand an den Schwertgriff legt. Bei demselben steht auch κεκώπηται ἡ ναῦς, von κωπάω od. κωπέω. Vgl. Att. Seew. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

κωπεύω: (κώπη) θέτω εἰς κίνησιν διὰ τῶν κωπῶν, κινῶ, βᾶριν Ἀνθ. Π. 7. 365. ΙΙ. κεκώπευται στρατός, «ἐξεσπάθωσε», ἔσυρε τὸ ξίφος, (πρβλ. κώπη 2), παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

pousser à force de rames.
Étymologie: κώπη.

Greek Monolingual

κωπεύω (Α) κώπη
1. κωπηλατώ
2. φρ. «κεκώπευται στρατός» — ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή του ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει.

Greek Monotonic

κωπεύω: μέλ. -σω (κώπη), κινούμαι προς τα εμπρός με κουπιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κωπεύω: приводить в движение ударами весел (βᾶριν Anth.).

Middle Liddell

κωπεύω, fut. -σω κώπη
to propel with oars, Anth.