μεταναστεύω
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
A remove, LXX Ps.51(52).5, Ph.1.299:—Med., depart, flee, LXX Ps.10(11).1. 2 intr. in Act., = Med., ib.61(62).6, Str. Chr.7.5.
German (Pape)
[Seite 151] (vom Folgdn), weg und anderswohin ziehen, auswandern, Synes. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναστεύω: (ἐκ τοῦ μετανάστης, δι’ ὃ παρατ. μετενάστευον, καὶ ἀόρ. μετενάστευσα καὶ οὐχὶ μετη-), μετοικῶ, καταλείπω τὸν τόπον μου καὶ μεταβαίνω ἀλλαχόσε, Φίλων 1. 299, Συνεσ. Ἐπιστ. 124. ― Μέσ., Ἑβδ. (Ψαλμ. Ι΄, 1)· ― μετανάστευσις, = μετανάστασις, Εὐστ. Πονημάτ. 214. 86. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 197-198.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταναστεύω) μετανάστης
εγκαταλείπω έναν τόπο διαμονής και μεταβαίνω σε άλλον, γίνομαι μετανάστης, μετοικώ, αποδημώ
αρχ.
1. μέσ. μεταναστεύομαι
απομακρύνομαι, φεύγω, μετοικώ («μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον», ΠΔ)
2. μτφ. (σχετικά με τη ζωή) εγκαταλείπω, πεθαίνω («μεταναστεῡσαι τῆς ἀνθρωπίνης ζωής», Ευστ.).