νεκροθήκη

From LSJ
Revision as of 09:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροθήκη Medium diacritics: νεκροθήκη Low diacritics: νεκροθήκη Capitals: ΝΕΚΡΟΘΗΚΗ
Transliteration A: nekrothḗkē Transliteration B: nekrothēkē Transliteration C: nekrothiki Beta Code: nekroqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A coffin or urn, E.Fr.472.17 (anap.); place for a coffin or urn, prob. in Rev.Bibl.39.532 (pl., Palmyra, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 237] ἡ, Todtenbehältniß, Sarg, Urne, Eur. bei Porphyr. de abstin. 4, 19.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροθήκη: ἡ, θήκη νεκροῦ, τάφος, ἢ νεκροδόχον ἀγγεῖον, Εὐρ. Ἀποσπ. 475. 17.

Greek Monolingual

η (Α νεκροθήκη)
νεοελλ.
1. θήκη για εναπόθεση νεκρών, σαρκοφάγος
2. θήκη για εναπόθεση οστών, οστεοθήκη, λειψανοθήκη
3. φέρετρο
αρχ.
υδρία, αγγείο όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών νεκρών, τεφροδόχος κάλπη.

Russian (Dvoretsky)

νεκροθήκη: ἡ гроб или погребальная урна Eur.