πλόκιος

From LSJ
Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόκιος Medium diacritics: πλόκιος Low diacritics: πλόκιος Capitals: ΠΛΟΚΙΟΣ
Transliteration A: plókios Transliteration B: plokios Transliteration C: plokios Beta Code: plo/kios

English (LSJ)

α, ον,

   A twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epith. of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).

German (Pape)

[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v. l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.

Greek (Liddell-Scott)

πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
entrelacé.
Étymologie: πλόκος.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α πλόκος
1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός
2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία της φύσης.

Russian (Dvoretsky)

πλόκιος: хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v. l. κλόπιος).