πηρίν

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρίν Medium diacritics: πηρίν Low diacritics: πηρίν Capitals: ΠΗΡΙΝ
Transliteration A: pērín Transliteration B: pērin Transliteration C: pirin Beta Code: phri/n

English (LSJ)

or πηρίς (both forms in Choerob. in An.Ox.2.248), ῖνος, ἡ,

   A scrotum, Nic.Th.586, Antig. ap. Erot. (not found in text of Hp.); ἐλάφου πηρίς Hsch.

German (Pape)

[Seite 611] ὁ, auch πηρίς, ῖνος, ἡ, Saamenbeutel, Hodensack mit den Hoden, Nic. Th. 583; vgl. E. M. 671, 3 u. περίναιος, περίνεος.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
le scrotum.
Étymologie: πήρα.

Greek Monolingual

και πηρίς, -ῑνος, ἡ, Α
ο σάκος τών όρχεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα -ίν/-ίς (πρβλ. γλωχ-ίν/-ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ-ίν/-ίς: ῥήγνυμι, σταμ-ῖνες: ἵστημι, στάμ-νος)].