σπερματίζω

From LSJ
Revision as of 11:53, 10 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτίζω Medium diacritics: σπερματίζω Low diacritics: σπερματίζω Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: spermatízō Transliteration B: spermatizō Transliteration C: spermatizo Beta Code: spermati/zw

English (LSJ)

   A sow, sow with seed, τι εἰς γῆν Herm. ap. Stob.1.21.9:—Pass., of a woman, conceive, become pregnant, LXX Le.12.2.    2 ἐξ Ἀπόλλωνος αὐτὸν σ. make him son of A., Eust.1348.52.    II intr., of plants, to be in seed, LXX Ex.9.31.

German (Pape)

[Seite 920] = σπερμαίνω, bes. Saamen von sich geben, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτίζω: σπείρω, τι εἰς γῆν Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 476· ― Παθ., ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, ἐγκυμονῶ, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΒ´, 2), πρβλ. ἐκσπερματίζω. 2) ἀνατρέχω ζητῶν τὴν καταγωγὴν ἢ οἰκογένειάν τινος, Εὐστ. 1348. 52. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ φυτῶν, ἀποκτῶ σπόρους, «δένω», Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ´, 32).

Greek Monolingual

ΜΑ σπέρμα, -ατος]
μσν.
αναζητώ, ερευνώ την καταγωγή κάποιου
αρχ.
1. σπέρνω
2. (για φυτό) ωριμάζω, δένω καρπό
3. παθ. σπερματίζομαι
(για γυναίκα) δέχομαι ανδρικό σπέρμα, συλλαμβάνω («γυνὴ ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν...» ΠΔ).